- σαλί
- το, Νμάλλινο ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή σημαιών και σημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάλι — (I) το, Ν γυναικείο ριχτό ένδυμα για τους ώμους από ορθογώνιο τεμάχιο πλεκτού, υφαντού ή μάλλινου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. schāl]. (II) και σάλιο, το, Ν ναυτ. 1. ελαφρύ πλοίο από μαδέρια που διαλύεται και συναρμογολείται κατά βούληση,… … Dictionary of Greek
σάλι — το (λ. περσ.) 1. κομμάτι υφαντού ή πλεκτού υφάσματος που το ρίχνουν οι γυναίκες στον ώμο τους, σάρπα. 2. σχεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σάλι, Τόμας — (Sully). Αμερικανός ζωγράφος (Χορυκάστλ, Αγγλία 1783 – Φιλαδέλφεια 1872). Το 1792 μετανάστευσε με την οικογένεια του στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και το 1801 ξεκίνησε την καριέρα του σαν προσωπογράφος. Το 1809 ξαναγύρισε στην Αγγλία για να … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Παλάου — I Aπό τα μικρότερα πληθυσμιακά κράτη του κόσμου, μια συστάδα νησιών στη Bορειοδυτική άκρη της Ωκεανίας, η Δημοκρατία του Παλάου, είναι μια αλυσίδα 200 περίπου ατολλών μήκους 650 χιλιομέτρων από Bορρά προς Nότο, η οποία βρίσκεται ανατολικά των… … Dictionary of Greek
Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile … Wikipedia
СОЛЬ, САЛИНЫ — •Salīnae. 1) Древние добывали поваренную С. или из соляных копей (salinae sc. fodinae, также Salifodinae), или из моря, соляных озер или соляных источников. Из жидкости добывалась С. или посредством испарения, особенно при содействии… … Реальный словарь классических древностей
Соль — I. • Salīnae. 1. Древние добывали поваренную С. или из соляных копей (salinae sc. fodinae, также Salifodinae), или из моря, соляных озер или соляных источников. Из жидкости добывалась С. или посредством испарения, особенно при… … Реальный словарь классических древностей
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
αναβολάδιον — ἀναβολάδιον, το (AM) [ἀναβολή] 1. μανδύας, πανωφοράκι 2. άμφιο τού ρωμαιοκαθολικού κλήρου 3. (για γυναίκες) σάλι … Dictionary of Greek